- δικαίωμα
- Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν αυτές τις εξουσίες ή τα προνόμια. To κύριο χαρακτηριστικό των δ. είναι η διασφάλισή τους, κυρίως από το σύνταγμα, αλλά και από άλλα συμπληρωματικά νομοθετήματα, απέναντι στην αυθαίρετη και καταπιεστική εξουσία του κράτους ή άλλων εξουσιαστικών θεσμών. Ολοκλήρωση της διασφάλισης των δ. του προσώπου αποτελεί και η ύπαρξη ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Τα δ. διακρίνονται σε ουσιαστικά και δικονομικά (διαδικαστικά). Κάθε πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που είναι υποκείμενο του δικαίου μιας χώρας απολαμβάνει αυτόματα και τα δ. που αναγνωρίζονται από το σύστημα δικαίου της χώρας αυτής. Τα δ., ως έννοια και ως περιεχόμενο, είναι σχετικά και όχι απόλυτα. Ο αριθμητικός προσδιορισμός και η έκταση ή το περιεχόμενό τους διαφοροποιούνται ανάλογα με τις ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Στις περισσότερες περιπτώσεις η καθιέρωση των δ. υπήρξε αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων και αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Το ελληνικό Σύνταγμα περιλαμβάνει σε ειδικό κεφάλαιο τα ατομικά και κοινωνικά δ., τα οποία διακρίνει από τα πολιτικά και τα αστικά δ.
Ατομικά δ. Στην κοινωνικοπολιτική αλλά και στη νομική ορολογία είναι καθιερωμένος ο όρος ατομικά δ. Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των συνταγματικών εγγυήσεων που παρέχονται στο άτομο γενικά ή ως μέλος ομάδας ή ομάδων (οικογένειας, σωματείου κλπ.), σύμφωνα με τις οποίες ορίζεται πως ορισμένες καταστάσεις του, ιδιότητες, δυνατότητες ή εκδηλώσεις, αναγνωρισμένες από την έννομη τάξη ως δ., απολαμβάνουν επαυξημένης συνταγματικής προστασίας και υποχρεώνουν συνεπώς όλες τις κρατικές εξουσίες, ακόμα και τη νομοθετική, είτε να απέχουν από ενέργειες που θα παρεμπόδιζαν την άσκηση αυτών των δ. είτε να προβαίνουν σε θετικές παροχές, ιδιαίτερα προς τις ασθενέστερες κοινωνικές κατηγορίες (μητέρες, παιδιά, εργαζόμενους κλπ.), οι οποίες έχουν περισσότερη ανάγκη από θετική κοινωνική συμπαράσταση. Η ιστορική καταγωγή των ατομικών δ. και ελευθεριών έχει γίνει αντικείμενο μακρών, συχνά άγονων, συζητήσεων. Οι πρώτες αρχές προστασίας του ατόμου συναντώνται στα δημοκρατικά καθεστώτα της αρχαίας Ελλάδας, όπως το αθηναϊκό, χωρίς όμως να υφίσταται ακόμα η τεχνική της νομικής κατοχύρωσης που συναντάται στο σύγχρονο συνταγματικό δίκαιο. Στους νεότερους χρόνους τα ατομικά δ. άρχισαν να διαμορφώνονται ως προνόμια αναγνωρισμένα υπέρ ορισμένων κατηγοριών ή τάξεων (των ευγενών, των αστών) και αργότερα, ιδίως από την εποχή της Γαλλικής επανάστασης, διευρύνθηκαν σε δ. του ανθρώπου και του πολίτη, έγιναν δηλαδή καθολικά· ταυτόχρονα όμως, υπό την επίδραση της φιλελεύθερης ιδεολογίας, τονίστηκε ο χαρακτήρας των ατομικών δ. ως σφαίρας αρνητικής ελευθερίας του ατόμου απέναντι στην εξουσία.
Στη θεωρία συχνά αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα της διάκρισης των ατομικών δ. και των ατομικών ελευθεριών, σε βαθμό που να υπάρχει σύγχυση μεταξύ των δύο. Έτσι, για παράδειγμα, η ελευθερία του λόγου για άλλους αποτελεί δ. και για άλλους απλή ευχέρεια. Η σύγχυση αυτή αποφεύγεται με την αναγνώριση ως ατομικού δ. της περίπτωσης κατά την οποία η διεκδίκηση μιας ελευθερίας μπορεί να πάρει πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα απέναντι σε τρίτους και να αναγνωριστεί από δικαστήριο ή άλλη κρατική αρχή. Η αναγνώριση και η λειτουργία των ατομικών δ. και των συναφών ελευθεριών αποτελούν το θεμέλιο της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτικής σκέψης και πολιτικής πρακτικής. Αιχμή του προβλήματος είναι ο προσδιορισμός των σημείων αφετηρίας και κατάληξης κάθε ξεχωριστού δ., καθώς με βάση τα σημεία αυτά καθορίζονται αφενός τα όρια της εξουσίας του κράτους στη ρύθμιση της συμπεριφοράς των ατόμων, οπότε καθιερώνονται οι ατομικές ελευθερίες, και αφετέρου η αρχή ότι η ελευθερία του ενός δεν πρέπει να παρεμποδίζεται από την ελευθερία του άλλου ούτε να βλάπτει το κοινό συμφέρον.
Τα δ. των ατόμων, ως έκφραση προσωπικής ελευθερίας και ευχέρειας στις διάφορες δραστηριότητες της ζωής τους, καθορίζονται γενικά από την αρχή σύμφωνα με την οποία ό,τι δεν απαγορεύεται ή δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας τους αποτελεί τον χώρο της ιδιωτικής τους πρωτοβουλίας και δράσης ή έκφρασης με οποιονδήποτε τρόπο.
Το σύνολο των κατοχυρωμένων, συνταγματικά ή θεσμικά, δ. των ατόμων εκφράζει το ποσοστό της ελευθερίας, σε σχέση με τον καταναγκασμό. Η ελευθερία ορίζεται ως η δυνατότητα να μην υπόκειται κανείς στη θέληση του άλλου, ως ευχέρεια αυτοκαθορισμού. Ως δ., δημιουργεί αντίστοιχη υποχρέωση των τρίτων –ατόμων, ομάδων ή της πολιτείας– να μην επεμβαίνουν στον χώρο αυτό της ελευθερίας του ή να επεμβαίνουν με προϋποθέσεις.
Έτσι, τα ατομικά δ. διατυπώνονται κυρίως αρνητικά και εκφράζουν την αποχή της εξουσίας από επεμβάσεις σε έναν συγκεκριμένο χώρο αυτοκαθορισμού ή ανάπτυξης δραστηριότητας. Ως εγγύηση των ατομικών δ. και των ελευθεριών που αναφέρθηκαν, το ελληνικό Σύνταγμα παραπέμπει στους νόμους, οι οποίοι προβλέπουν ποινικές, αστικές και πειθαρχικές ευθύνες των οργάνων του κράτους. Τέλος, το άρθρο 120 του Συντάγματος, καθιερώνει το καθήκον του κάθε πολίτη να αντισταθεί με κάθε μέσο στην οποιαδήποτε προσπάθεια βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος. Δυνατότητα γενικής αναστολής των ατομικών δ. υπάρχει στην περίπτωση έκτακτης ανάγκης από εξωτερικούς ή εσωτερικούς κινδύνους, με την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας. Η απαρίθμηση που ακολουθεί αναφέρεται στις κυριότερες περιπτώσεις ατομικών δ. που προστατεύονται από το ελληνικό Σύνταγμα.
προσωπική ελευθερία.Η ελευθερία αυτή ορίζεται «κατ’ αρχήν» στον βαθμό που ο νόμος δεν προβλέπει μια συγκεκριμένη δέσμευση ή περιορισμούς. Είναι επομένως δ. σχετικό, υποκείμενο σε ρύθμιση, το οποίο δεν μπορεί να φτάνει έως την κατάργησή του, αποτελεί όμως μέτρο της ευρύτητας στη λειτουργία και κατοχύρωσή του. Νόμοι που περιορίζουν το δ. της προσωπικής ελευθερίας αναφέρονται σε διοικητικά μέτρα, κίνησης ή εγκατάστασης στη χώρα, εξόδου ή εισόδου σε αυτήν, που πρέπει να εφαρμόζονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης, πρόληψης ή καταστολής αξιόποινων πράξεων, προστασίας της δημόσιας υγείας κλπ. ή ρύθμισης της οικονομικής δραστηριότητας, με την πρόβλεψη αδειών, ελέγχου κλπ. Είναι ζήτημα ερμηνείας πότε ένας νόμος που περιορίζει την προσωπική ελευθερία είναι αντισυνταγματικός. Για την ερμηνεία αυτή αρμόδιο είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας.
προσωπική ασφάλεια. Αναφέρεται κυρίως στις εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας και στις αναγκαίες διαδικασίες για τη σύλληψη και τη φυλάκιση των ατόμων και γενικότερα στο απαραβίαστο της σωματικής και της ψυχικής ελευθερίας.
άσυλο κατοικίας. Το άρθρο 9 του Συντάγματος κατοχυρώνει το απαραβίαστο της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής του ατόμου. Η είσοδος και η έρευνα στην κατοικία επιτρέπεται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις που καθορίζονται ειδικά από τον νόμο και με την τήρηση ορισμένης διαδικασίας.
δ. του συνέρχεσθαι. Το δ. της ομαδικής δράσης και επικοινωνίας, που αποτελεί τη βασική εκδήλωση των λαϊκών μαζών στην αποφασιστική συμμετοχή τους για τη διαμόρφωση της κοινωνικοοικονομικής και της πολιτιστικής ζωής, είναι «κατ’ αρχήν» κατοχυρωμένο ως εκδήλωση της ελευθερίας των ατόμων. Για τις συναθροίσεις σε κλειστό χώρο δεν υπάρχει άλλος περιορισμός εκτός από τις κοινές ποινικές διατάξεις. Περιορισμοί μπορούν να θεσπιστούν για τις δημόσιες συναθροίσεις στην ύπαιθρο.
ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Το δ. ελεύθερης διαμόρφωσης της θρησκευτικής συνείδησης. Αναλύεται στη μη επέμβαση και στη μη παρεμπόδιση του θρησκευτικού φρονήματος. Επίσης, στην έλλειψη διακρίσεων με βάση το θρήσκευμα.
ελευθερία έκφρασης. Η δυνατότητα των ατόμων να εκφράζουν και να διαδίδουν, προφορικά ή από τον Τύπο, τους στοχασμούς τους. Κατοχυρώνεται «κατ’ αρχήν» με το άρθρο 14 του Συντάγματος, που καθιερώνει την ελευθερία του Τύπου και απαγορεύει τη λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο. Προβλέπονται όμως ορισμένες περιπτώσεις για την κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων μετά την έκδοσή τους.
ελευθερία στην επιστήμη, στην τέχνη και στην έρευνα.Η παιδεία υπόκειται σε ειδική ρύθμιση και αποτελεί βασική αποστολή του κράτους, το οποίο καθορίζει και το περιεχόμενό της.
ιδιοκτησία. Προστατεύεται από το Σύνταγμα, στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα επέμβασης με τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης για δημόσια ωφέλεια, έπειτα από αποζημίωση και στα πλαίσια ειδικής διαδικασίας.
απόρρητο επιστολών. Το απαραβίαστο της ελευθερίας των ανταποκρίσεων και της επικοινωνίας. Το Σύνταγμα προβλέπει εξαιρέσεις από το απόρρητο με ορισμένες δικαστικές εγγυήσεις, για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για την εξακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
πολιτικά δ. Το σύνολο των δικαιωμάτων που έχουν οι πολίτες για τη συμμετοχή τους, άμεσα ή έμμεσα, στη διοίκηση των κοινών. Στα πολιτικά δ. περιλαμβάνεται το δ. της ψήφου, το δ. του εκλέγεσθαι, το δ. της ιδιότητας του ενόρκου, του δημοσίου υπαλλήλου, του εκδότη εφημερίδας κλπ. Τα δ. αυτά χαρακτηρίζονται ενεργητικά (status activus).
κοινωνικά δ. Συνιστούν την πιο ρευστή και αμφίβολη κατηγορία δ., γιατί δεν υπάρχει δυνατότητα εξαναγκασμού. Αναφέρονται κυρίως στη μέριμνα και στη φροντίδα του κράτους σε ορισμένους τομείς βασικής σημασίας για το έθνος και τον λαό. Καθιερώνουν καθήκοντα του κράτους απέναντι στους πολίτες στους τομείς της παιδείας, της εργασίας, της προστασίας της οικογένειας, της βρεφικής και παιδικής ηλικίας, του περιβάλλοντος κλπ.
Γενικά τα δ. συμπληρώνονται με τις διακηρύξεις και τις γενικές εξαγγελίες, οι οποίες όμως δεν έχουν δύναμη δεσμευτική και δεν υλοποιούνται αν δεν υπάρχουν οι σχετικές ουσιαστικές προϋποθέσεις. Εκφράζουν, ωστόσο, μια πρόθεση, η οποία δημιουργεί ένα κλίμα ικανό να επιδράσει προς την κατεύθυνση της εφαρμογής τους.
Διακηρύξεις των δ.Ονομάζονται έτσι ορισμένα συνταγματικά κείμενα με τα οποία καθιερώθηκαν επίσημα οι ουσιώδεις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες.
Οι πρώτες επίσημες διακηρύξεις αυτού του τύπου εμφανίστηκαν στην αγγλική ιστορία με αφετηρία το κείμενο Magna Carta Libertatum του 1215. Στη συνέχεια ακολούθησαν ανάλογες διακηρύξεις, που διατυπώθηκαν στα κείμενα Petition of rights (Αναφορά των δικαιωμάτων, 1628), Bill of rights (Διάταξη περί δικαιωμάτων, 1689) και Act of Settlement (Διάταγμα εγκαθίδρυσης, 1701).
Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό όλων αυτών των αγγλικών κειμένων είναι ότι είχαν περισσότερο τον χαρακτήρα διακήρυξης παρά καταστατικών διατάξεων, γιατί συχνά περιορίζονταν στο να επιβεβαιώνουν ειδικά δ., που είχαν αναγνωριστεί λόγω μακρόχρονης συνήθειας στις παραδοσιακές αγγλικές τάξεις. Είχαν χαρακτήρα αφηρημένων εξαγγελιών των ελευθεριών καθολικής ισχύος, οι οποίες παρουσίαζαν μια αναλογία με τους νόμους της φύσης που θεωρούνταν αμετάβλητοι. Ανάλογος ήταν και ο χαρακτήρας του Bill of rights, που εκδόθηκε στην Αμερική μεταξύ 1776 και 1784 από τις πολιτείες Βιρτζίνια, Μέριλαντ, Πενσιλβάνια, Βόρειας Καρολίνας, Βέρμοντ, Μασαχουσέτης, Νιου Χαμσάιρ και Κονέκτικατ, μολονότι η αφετηρία του ήταν καθιερωμένες νομικές παραδόσεις. Η Διακήρυξη των δ. του Ανθρώπου και του Πολίτη, που υιοθετήθηκε στη Γαλλία το 1789, ακολούθησε τις αμερικανικές διακηρύξεις των δ. και τόνισε ακόμα περισσότερο την καθολικότητα και τον απόλυτο χαρακτήρα τους. Η γαλλική διακήρυξη ήταν σαφώς καταστατική, αφού δεν υπήρχε προηγούμενο ανάλογων νομικών καταστάσεων στη γαλλική παράδοση. Οι διακηρύξεις των θεμελιωδών δ. των πολιτών επαναλήφθηκαν στα διαδοχικά γαλλικά συντάγματα, στα ελληνικά Συντάγματα της Επανάστασης και στο βελγικό του 1830 και ενσωματώθηκαν σταδιακά στις νομικές διατάξεις πολλών νεότερων κρατών.
Όλες οι διακηρύξεις δ. των νεότερων χρόνων προέκυψαν, τις περισσότερες φορές, άμεσα ή έμμεσα, από μια κοινή θεωρητική πηγή, η οποία αντλούσε τις απόψεις της από τις αντιλήψεις της σχολής του φυσικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζονταν στα άτομα αναπαλλοτρίωτα φυσικά δ.
Οι διακηρύξεις των ατομικών δ. είχαν μεγάλη απήχηση και καταφανή αποτελέσματα στο πεδίο του θετικού δικαίου, σε παγκόσμια κλίμακα. Παρά τις σφοδρές αντιδράσεις που διατυπώθηκαν εναντίον τους από πολλές πλευρές, ενσωματώθηκαν προοδευτικά κατά τη διάρκεια του 19ου και 20ού αι. στα διάφορα συντάγματα και αποτέλεσαν έτσι τμήμα του θετικού δικαίου των φιλελεύθερων και δημοκρατικών καθεστώτων, με ευρείες και μόνιμες νομολογικές και διοικητικές συνέπειες.
Εξάλλου, η αρχική ιδέα των διακηρύξεων, κατά την οποία η προστασία των ατομικών δ. και ελευθεριών σήμαινε απλώς και μόνο την προστασία του ατόμου απέναντι στο κράτος και στα όργανά του, έχει σήμερα ξεπεραστεί, υπό την επίδραση των κάθε λογής κοινωνικών κινημάτων που αντέδρασαν από τα μέσα του 19ου αι. και εφεξής εναντίον του ατομιστικού φιλελευθερισμού: παράλληλα με τα ατομικά δ., υπό την έννοια των αρνητικών ελευθεριών, διαμορφώθηκαν τα λεγόμενα κοινωνικά δ., που παρέχουν στα άτομα και στις ομάδες αξίωση για θετικές παροχές από μέρους της κοινωνικής ολότητας.
Οικουμενική διακήρυξη και διεθνής προστασία των δ. Από τη Γαλλική επανάσταση οι εξαγγελίες για τα δ. του ανθρώπου αφορούσαν όχι απλώς δ. που προσιδιάζουν σε έναν ορισμένο λαό ή έθνος, αλλά φυσικά δ. που πρέπει να διέπουν την κοινωνικοπολιτική ζωή όλων των λαών και, συνεπώς, να αποτελούν τη βάση και της διεθνούς συνεργασίας. Η προσδοκία όμως αυτή δεν πραγματοποιήθηκε τότε· μόνο κατά τον 20ό αι., και ιδίως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, οι έννοιες των δ. άρχισαν να εισχωρούν στα οργανωτικά πλαίσια της διεθνούς νομικής τάξης με τη μορφή θεσμών που αποβλέπουν κυρίως στην προστασία ειδικών κατηγοριών: εργαζομένων (μέσω του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας), μειονοτήτων κλπ. Το έναυσμα πάντως για μια διεθνή, δηλαδή υπερεθνική, προστασία των ατομικών δ. και ελευθεριών δόθηκε κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο από τον Χάρτη του Ατλαντικού (1941), ο οποίος έθεσε ως στόχο του πολέμου κατά των δυνάμεων του Άξονα την εξασφάλιση της δυνατότητας για τους λαούς να ζουν «ελεύθεροι από τον φόβο, την ανάγκη και τη φτώχεια». Το ιδεώδες αυτό αποτυπώθηκε, μετά τον πόλεμο, στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, ως στόχο της διεθνούς αυτής οργάνωσης την προαγωγή και ενθάρρυνση του σεβασμού προς «τα δ. του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες για όλους, χωρίς διάκριση φυλής, φύλου, γλώσσας και θρησκείας». Η ανάγκη να λάβει συγκεκριμένη μορφή η προστασία αυτή σε διεθνές επίπεδο οδήγησε αργότερα (το 1948 με τη βοήθεια του ειδικού οργάνου του ΟΗΕ, της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) στη διατύπωση ενός κειμένου υψίστης σημασίας, της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το κείμενο αυτό περιλαμβάνει 30 άρθρα και αποτελεί αφενός κωδικοποίηση των ατομικών δ. υπό στενή έννοια και αφετέρου διεύρυνση αυτών των δ. με την προσθήκη διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου (κοινωνικά δ.). Η ψήφισή του από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στην οποία συμμετείχαν κράτη με πολύ διαφορετικά κοινωνικά καθεστώτα και πολιτικά συστήματα, αποτέλεσε ένδειξη της ακτινοβολίας των ατομικών δ., παρά τις πολλαπλές παραβιάσεις τους σε διάφορα σημεία της υφηλίου. Το κύρος της Οικουμενικής Διακήρυξης παραμένει πάντως περισσότερο ηθικό παρά νομικό, μολονότι είχε και αυστηρότατες νομικές προεκτάσεις και συνέπειες (περαιτέρω συμβατικός καθορισμός ορισμένων δ., όπως, για παράδειγμα, των δ. των γυναικών κλπ.).
Ένα άλλο διεθνές κείμενο, που ενδιαφέρει αμεσότερα τον ευρωπαϊκό χώρο, είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, γνωστή ως Σύμβαση της ΡώμηςΕυρωπαϊκή Διακήρυξη, που υπογράφηκε από τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 4 Νοεμβρίου 1950, ενώ από το 1953 τέθηκε σε ισχύ διεθνούς συμβατικού δικαίου το Πρόσθετο Πρωτόκολλο. Το αρχικό κείμενο συμπληρώθηκε με σειρά πρωτοκόλλων. Η Ευρωπαϊκή Διακήρυξη δεν έχει την ευρύτητα της Οικουμενικής Διακήρυξης (δεν περιλαμβάνει την προστασία των κοινωνικών δ.), αλλά είναι διεξοδική σε ό,τι αφορά τις εγγυήσεις και την προστασία των βασικών ατομικών δ. και ελευθεριών. Η σημασία της σύμβασης γίνεται μεγαλύτερη χάρη στο γεγονός ότι συστήνει διεθνή όργανα ελέγχου για την τήρηση των διατάξεών της, όπως η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Διεθνές Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οργανισμοί που αναγνωρίζονται από πολλά κράτη.
Ο τελευταίος ηγέτης της Ανατολικής Γερμανίας Έγκον Κρεντς, μαζί με δύο πρώην υπουργούς του, φωτογραφίζεται μπροστά στο κτίριο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Στρασβούργο, τον Νοέμβριο του 2000· ο Κρεντς κατέφυγε στο δικαστήριο για να ζητήσει αποκατάσταση για άδικη, όπως υποστήριξε, κατηγορία εναντίον του από το γερμανικό κράτος (φωτ. ΑΠΕ).
Στο Καπιτώλιο της Ουάσινγκτον το κοινό κάθε ηλικίας παρελαύνει μπροστά στο πρωτότυπο του «Bill of rights», που εφαρμόστηκε από το 1791. Στο κείμενο αυτό θεσπίζονται τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που εγγυάται το σύνταγμα σε κάθε Αμερικανό πολίτη.
Το 1952 παραχωρήθηκε πλήρες δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, μία επανάσταση στην πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας εκείνης της εποχής (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *το (AM δικαίωμα) [δικαιώ]απαίτηση, αξίωση που στηρίζεται στον νόμο, ό,τι δικαιούται κανείς («δικαίωμα ζωής, ελευθερίας»)νεοελλ.1. (αστ. δίκ.) η εξουσία που παρέχει στο άτομο το εξ αντικειμένου δίκαιο για την ικανοποίηση βιοτικού του συμφέροντος και η οποία είναι εξαναγκαστική για όλους («δικαίωμα νομής ή κυριότητας»)2. νόμιμη απολαβή μισθού, αμοιβής κ.λπ. («συγγραφικά, ιατρικά, συμβολαιογραφικά κ.λπ. δικαιώματα»)3. άδεια, ελευθερία, εξουσιοδότηση(αρχ. -μσν.)1. στον πληθ. α) τα προνόμια που περιέχονται σε επίσημα έγγραφαβ) τα επίσημα έγγραφα που καθορίζουν αυτά τα προνόμια («χαρτῶα, σεπτά δικαιώματα» — αυτοκρατορικά έγγραφα που αναγνωρίζουν προνόμια)2. διαταγή, εντολή, απόφασηαρχ.1. διόρθωση αδικήματος2. κρίση, τιμωρία, ζημία, ποινή3. αξίωση, απαίτηση4. πιστοποιητικό5. δικαίωση6. απόδειξη, επιχείρημα7. θεσμός, νόμος, διάταξη8. χρηστότητα, δικαιοσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.